- ενυπνίασις
- (-εως) η , ενυπνίασμός ο1) мед. поллюция; 2) сновидение; грёзы, мечтание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενυπνίασις — ἐνυπνίασις, η (AM) η κατάσταση κατά την οποία βλέπει κανείς όνειρο, ο ενυπνιασμός … Dictionary of Greek
ενυπνιασμός — ἐνυπνιασμός, ο (Μ) 1. ενυπνίασις 2. ονείρωξη, εκσπερματισμός κατά τον ύπνο … Dictionary of Greek